προεφοδιάζομαι

προεφοδιάζομαι
προεφ-οδιάζομαι, [voice] Pass.,
A to be provided,

ὄργανα οἷς προεφωδιάσθη Ph.2.93

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεφοδιάζομαι — Α [ἐφοδιάζομαι] 1. προμηθεύομαι τα αναγκαία εφόδια για ταξίδι 2. καθοδηγούμαι κατάλληλα, μού δίνουν τις οδηγίες που πρέπει …   Dictionary of Greek

  • προεφοδιαζόμενος — προεφοδιάζομαι to be provided pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”